- εξαωρία
- η мор. шестичасовая вахта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαωρία — η (Α ἑξαωρία) [εξάωρος] νεοελλ. βάρδια, σκοπιά που διαρκεί έξι ώρες αρχ. οι έξι πρώτες ώρες τής ημέρας … Dictionary of Greek